ἱπποσόας

ἱπποσόας
ἱπποσόας m. adj.,
1 driving horses

ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι P. 2.65

ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει (Tricl.: ἱπποσίας codd.) I. 5.33

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιπποσόας — ἱπποσόας και ίπποσσόος, ό, θηλ. ἱπποσόα (Α) 1. αυτός που κεντρίζει, που διεγείρει τους ίππους για να τρέξουν («ἱπποσόας Ἰόλαος», Πίνδ.) 2. το θηλ. ίπποσόα επίθ. τής θεάς Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σόας (< σεύω «κυνηγώ»). Τα υπόλοιπα… …   Dictionary of Greek

  • ἱπποσόας — ἱπποσόᾱς , ἱπποσόας driving horses masc acc pl ἱπποσόᾱς , ἱπποσόας driving horses masc nom sg (epic doric aeolic) ἱπποσόᾱς , ἱπποσόης acc pl ἱπποσόᾱς , ἱπποσόης nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποσόαισιν — ἱπποσόας driving horses masc dat pl (epic ionic aeolic) ἱπποσόης dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποσόα — ἱπποσόᾱ , ἱπποσόας driving horses masc nom/voc/acc dual ἱπποσόας driving horses masc voc sg ἱπποσόᾱ , ἱπποσόας driving horses masc gen sg (doric aeolic) ἱπποσόας driving horses masc nom sg (epic) ἱπποσόᾱ , ἱπποσόης nom/voc/acc dual ἱπποσόᾱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

  • ιπποσσόος — ἱπποσσόος, ον (Α) βλ. ιπποσόας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”